- νήεσσιν
- ναῦςshipfem dat pl (epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επειδή — (AM ἐπειδή, Μ και ἐπειδής) (σύνδ.) (αιτιολ.) διότι, μια και, για τον λόγο ότι («εσύ, άξε Θεέ μου, πειδή μ ορίζει η χάρη σου ς τούτο βοήθησέ μου», Φορτουν.) αρχ. μσν. χρον. όταν, αφού («ἐπεὶ δὲ ἐτελεύτησεν Δαρεῑος», Ξεν.) μσν. χρον. τη στιγμή που… … Dictionary of Greek
επικρατώ — (AM ἐπικρατῶ, έω) [κρατώ] 1. επιβάλλομαι, υπερτερώ, νικώ («τῶν δὲ ἐχθρῶν πλέον ἐπικρατήσετε», Λυσ.) 2. (για καταστάσεις, έννοιες, διαθέσεις κ.λπ.) υπερισχύω, κυριαρχώ, υπερέχω («επικράτησε η σύνεση») 3. (για λόγους, θεωρίες, τάσεις κ.λπ.) είμαι… … Dictionary of Greek
ερέσσω — (Α ἐρέσσω και αττ. τ. ἐρέττω) [ερέτης] κωπηλατώ, τραβώ κουπί, θέτω κάποιο σκάφος σε κίνηση με κουπιά αρχ. 1. κινούμαι γρήγορα κωπηλατώντας 2. (ενεργ. και παθ.) κινώ γρήγορα, θέτω σε γρήγορη κίνηση («πτερύγων ἐρετμοῑσιν ἐρεσσόμενοι» προχωρούν… … Dictionary of Greek